κορυβαντισμός

κορυβαντισμός
κορυβαντισμός (Α) [κορυβαντίζω]
1. κάθαρση, εξαγνισμός με κορυβάντειες τελετές
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάθαρσις μανίας»
3. ενθουσιασμός, φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κορυβαντισμός — purification by Corybantic rites masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντισμοί — Κορυβαντισμός purification by Corybantic rites masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυβαντιασμός — και κορυβαντισμός, ὁ (Α) [κορυβαντιώ] φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων («αὐλός... οἷον ἔκφρονας καὶ κορυβαντιασμοῡ πλήρεις ἀποτελεῑ», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”